κονίω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κονίω''': ῑ: μέλλ. κονίσω ῑ, ἀόρ. ἐκόνῑσα, ἅπαντα ἐν τῇ Ἰλ. ― Μέσ., μέλλ. κονιοῦμαι Φίλων 2. 173 (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος [[κονίζω]], πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. κονίζεσθαι)· ἀόρ. ἐκονῑσάμην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1177, Λουκ., κτλ. ― Παθ., πρκμ. κεκόνῑμαι Ἰλ., Ἡσ., Ἐκκλ. 291· ὑπερσ. κεκόνῑτο Ἰλ. Χ. 405· ― (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. [[ἐνίοτε]] ἐκόνισσα, κεκόνισμαι, κεκόνιστο, ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι [[εἶναι]] [[μακρόν]], Βατραχομυομ. 204, Θεόκρ. 1. 30, Ἀνθ. Π. 9. 128). Πληρῶ κόνεως, [[καλύπτω]] διὰ κονιορτοῦ, εὐρὺ κονίσουσιν [[πεδίον]], ἐπὶ ἀνθρώπων [[μετὰ]] σπουδῆς φευγόντων, Ἰλ. Ξ. 145· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) [[καλύπτω]] διὰ κόνεως, «σκονίζω», ἐκόνισε δὲ χαίτας Φ. 407· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., φεῦγον κεκονιμένοι, ἔφευγον κατεσκονισμένοι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου pulverulenta fuga dant terga [[αὐτόθι]] 541· κεκόνιτο κάρη Χ. 405· κεκονῑμένος, [[πλήρης]] κονιορτοῦ, δηλ. ἐν σπουδῇ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291, πρβλ. 1177, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, Τίμ. 45, κτλ. 3) Παθ., ἐπιπάσσομαι ὡς διὰ κόνεως, κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Θεόκρ. 1. 30. 4) Μέσ., κυλίομαι ἐντὸς τῆς κόνεως ὡς τὰ πτηνά, οἱ ἵπποι κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10 ([[ὅθεν]] [[ἀναγνωστέον]] κονίωνται ἀντὶ -ιῶνται ἐν 5. 31, 5), Ἀθήν. 388C· πρβλ. [[κονίστρα]]· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παλαιστῶν (πρβλ. [[κονία]] ΙΙ), Λουκ. Ἀνάχ. 31· [[ἐντεῦθεν]], παρασκευάζομαι πρὸς μάχην, Φίλων ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐστ. ΙΙ. ἀμεταβ., οἱ δὲ πέτοντο κονίοντες πεδίοιο, ἐπέτων τρέχοντες δρομαίως διὰ μέσου τῆς κονιορτώδους πεδιάδος, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππων, Ν. 820., Ψ. 372, 449· ἐπὶ ἀνδρῶν ἀγωνιζομένων ἀγῶνα δρόμου, Ὀδ. Θ. 122· ἐπὶ στρατοῦ προχωροῦντος, Αἰσχύλ. Θήβ. 60, παρβ. Πέρσ. 163· ἴδε Jelf Gr. Gr. § 522. 2.
|lstext='''κονίω''': ῑ: μέλλ. κονίσω ῑ, ἀόρ. ἐκόνῑσα, ἅπαντα ἐν τῇ Ἰλ. ― Μέσ., μέλλ. κονιοῦμαι Φίλων 2. 173 (ὡς εἰ ἐκ ῥήματος [[κονίζω]], πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. κονίζεσθαι)· ἀόρ. ἐκονῑσάμην Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1177, Λουκ., κτλ. ― Παθ., πρκμ. κεκόνῑμαι Ἰλ., Ἡσ., Ἐκκλ. 291· ὑπερσ. κεκόνῑτο Ἰλ. Χ. 405· ― (ἐν τοῖς Ἀντιγρ. [[ἐνίοτε]] ἐκόνισσα, κεκόνισμαι, κεκόνιστο, ἐξ ἀγνοίας ὅτι τὸ ι [[εἶναι]] [[μακρόν]], Βατραχομυομ. 204, Θεόκρ. 1. 30, Ἀνθ. Π. 9. 128). Πληρῶ κόνεως, [[καλύπτω]] διὰ κονιορτοῦ, εὐρὺ κονίσουσιν [[πεδίον]], ἐπὶ ἀνθρώπων [[μετὰ]] σπουδῆς φευγόντων, Ἰλ. Ξ. 145· ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2) [[καλύπτω]] διὰ κόνεως, «σκονίζω», ἐκόνισε δὲ χαίτας Φ. 407· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., φεῦγον κεκονιμένοι, ἔφευγον κατεσκονισμένοι, τὸ τοῦ Οὐεργιλίου pulverulenta fuga dant terga [[αὐτόθι]] 541· κεκόνιτο κάρη Χ. 405· κεκονῑμένος, [[πλήρης]] κονιορτοῦ, δηλ. ἐν σπουδῇ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291, πρβλ. 1177, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 24. 1, Τίμ. 45, κτλ. 3) Παθ., ἐπιπάσσομαι ὡς διὰ κόνεως, κισσὸς ἑλιχρύσῳ κεκονιμένος Θεόκρ. 1. 30. 4) Μέσ., κυλίομαι ἐντὸς τῆς κόνεως ὡς τὰ πτηνά, οἱ ἵπποι κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 10 ([[ὅθεν]] [[ἀναγνωστέον]] κονίωνται ἀντὶ -ιῶνται ἐν 5. 31, 5), Ἀθήν. 388C· πρβλ. [[κονίστρα]]· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ παλαιστῶν (πρβλ. [[κονία]] ΙΙ), Λουκ. Ἀνάχ. 31· [[ἐντεῦθεν]], παρασκευάζομαι πρὸς μάχην, Φίλων ἔνθ’ ἀνωτ., Εὐστ. ΙΙ. ἀμεταβ., οἱ δὲ πέτοντο κονίοντες πεδίοιο, ἐπέτων τρέχοντες δρομαίως διὰ μέσου τῆς κονιορτώδους πεδιάδος, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπὶ ἵππων, Ν. 820., Ψ. 372, 449· ἐπὶ ἀνδρῶν ἀγωνιζομένων ἀγῶνα δρόμου, Ὀδ. Θ. 122· ἐπὶ στρατοῦ προχωροῦντος, Αἰσχύλ. Θήβ. 60, παρβ. Πέρσ. 163· ἴδε Jelf Gr. Gr. § 522. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κονίσω, <i>ao.</i> ἐκόνισα, <i>pf. inus., pf. Pass.</i> κεκόνιμαι;<br /><b>1</b> couvrir de poussière, rendre poudreux : χαίτας IL couvrir les cheveux de poussière;<br /><b>2</b> remplir de poussière : κ. [[πεδίον]] IL couvrir la plaine de poussière ; <i>Pass.</i> φεῦγον κεκονιμένοι IL ils fuyaient enveloppés d’un tourbillon de poussière ; <i>abs.</i> soulever la poussière;<br /><i><b>Moy.</b></i> κονίομαι se frotter de poussière pour la lutte.<br />'''Étymologie:''' [[κόνις]].
}}
}}