κόρση: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κόρση''': ἡ, νεώτ. Ἀττ. [[κόρρη]], Δωρ. κόρρα· (ἐκτεταμ ἐκ τῆς √ΚΑΡ [[κάρα]])· ― τὸ παρὰ τὸ [[μέτωπον]] πλαγίως κείμενον [[μέρος]], ξίφει ἤλασε κόρσην Ἰλ. Ε. 584, πρβλ. Ν. 576· ἰσοδύναμον τῷ [[κρόταφος]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Δ. 502, τόν ῥ’ Ὀδυσεὺς… [[βάλε]] κόρσην· ἡ δ’ ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν [[αἰχμή]]· καὶ [[ὅταν]] [[εἶναι]] ανάγκη πληθ. ὡς ἐν τῇ Λατ. tempora, τίθεται ὁ πληθ. κρόταφοι· ― οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐπὶ κόρρης πατάσσειν, τύπτειν κατὰ κροτάφου, Δημ. 562. 9· [[ὅταν]] κονδύλοις, [[ὅταν]] ἐπὶ κόρρης τύπτῃ, δηλ. διὰ τῆς πυγμῆς ἢ διὰ τῆς παλάμης, ὁ αὐτ. 537 ἐν τέλ.· ἐπὶ κόρρης τύπτειν Πλάτ. Γοργ. 486C, 508D, 527A· πὺξ ἐπὶ κόρρας [[ἤλασα]] Θεόκρ. 14. 34· μεταγεν., κατὰ κόρρης πατάσσειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 2, Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 30, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 529. 39. 2) αἱ παρὰ τοὺς κροτάφους τρίχες, τὰ πλάγια τῆς [[κόμης]], [[ἅπερ]] πρῶτα συνήθως λευκαίνονται (πρβλ. [[πολιός]]), ἐν τῷ πληθ. Αἰσχύλ. Χο. 282, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 530 ἐν τέλ., [[Πολυδ]]. Β΄, 32. 3) ἡ [[κεφαλή]], Ἐμπεδ. 307, Νικ. Θηρ. 905, Ὀππ. Κυν. 3. 25. ΙΙ. [[μέρος]] τῆς πύλης ναοῦ, Βιτρούβ. 4. 6. ΙΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ [[κρόσσαι]], δηλ. στεφάναι πύργων.
|lstext='''κόρση''': ἡ, νεώτ. Ἀττ. [[κόρρη]], Δωρ. κόρρα· (ἐκτεταμ ἐκ τῆς √ΚΑΡ [[κάρα]])· ― τὸ παρὰ τὸ [[μέτωπον]] πλαγίως κείμενον [[μέρος]], ξίφει ἤλασε κόρσην Ἰλ. Ε. 584, πρβλ. Ν. 576· ἰσοδύναμον τῷ [[κρόταφος]], ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ Δ. 502, τόν ῥ’ Ὀδυσεὺς… [[βάλε]] κόρσην· ἡ δ’ ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν [[αἰχμή]]· καὶ [[ὅταν]] [[εἶναι]] ανάγκη πληθ. ὡς ἐν τῇ Λατ. tempora, τίθεται ὁ πληθ. κρόταφοι· ― οὕτω παρ’ Ἀττ., ἐπὶ κόρρης πατάσσειν, τύπτειν κατὰ κροτάφου, Δημ. 562. 9· [[ὅταν]] κονδύλοις, [[ὅταν]] ἐπὶ κόρρης τύπτῃ, δηλ. διὰ τῆς πυγμῆς ἢ διὰ τῆς παλάμης, ὁ αὐτ. 537 ἐν τέλ.· ἐπὶ κόρρης τύπτειν Πλάτ. Γοργ. 486C, 508D, 527A· πὺξ ἐπὶ κόρρας [[ἤλασα]] Θεόκρ. 14. 34· μεταγεν., κατὰ κόρρης πατάσσειν Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 20. 2, Ὄνειρος ἢ Ἀλεκ. 30, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 529. 39. 2) αἱ παρὰ τοὺς κροτάφους τρίχες, τὰ πλάγια τῆς [[κόμης]], [[ἅπερ]] πρῶτα συνήθως λευκαίνονται (πρβλ. [[πολιός]]), ἐν τῷ πληθ. Αἰσχύλ. Χο. 282, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 530 ἐν τέλ., [[Πολυδ]]. Β΄, 32. 3) ἡ [[κεφαλή]], Ἐμπεδ. 307, Νικ. Θηρ. 905, Ὀππ. Κυν. 3. 25. ΙΙ. [[μέρος]] τῆς πύλης ναοῦ, Βιτρούβ. 4. 6. ΙΙΙ. παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ [[κρόσσαι]], δηλ. στεφάναι πύργων.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion. et anc. att. c.</i> [[κόρρη]].
}}
}}