Anonymous

κόρση: Difference between revisions

From LSJ
1,828 bytes added ,  29 September 2017
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ion. et anc. att. c.</i> [[κόρρη]].
|btext=<i>ion. et anc. att. c.</i> [[κόρρη]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κόρση]] και [[κόρρη]], ἡ (ΑM, Α δωρ. τ. κόρρα, αιολ. τ. κόρσα)<br />το [[κεφάλι]] («κόρσαι ἀναύχενες», Εμπ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το πλάγιο [[μέρος]] της κεφαλής, ο [[κρόταφος]] («ξίφει ἤλασε κόρσην», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[γνάθος]], το [[σαγόνι]] («τύπτειν... ἐπὶ κόρρης», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>αἱ κόρσαι</i><br />οι [[τρίχες]] που βρίσκονται στους κροτάφους, τα [[πλάγια]] της [[κόμης]] («λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐπάλξεις, προμαχῶνας, στεφάνας πύργων ἢ κλίμακας»<br /><b>5.</b> το [[κεφάλι]] [[μαζί]] με τον τράχηλο<br /><b>6.</b> [[μέρος]] της πύλης του ναού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κορσός]]. Προσπάθειες συνδέσεως του [[κόρση]] με τα [[κέρας]], <i>κάρηνα</i> δεν θεωρούνται ικανοποιητικές.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[κορσάς]], [[κορσεία]], <i>τα</i>, [[κορσεύς]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) αρχ. [[κορσοειδής]]. (Β' συνθετικό) α) -κορσος: <b>αρχ.</b> [[δίκορσος]], <i>δοχμόκορσος</i>, <i>πυρρόκορσος</i><br />β) -[[κόρσης]]: <b>αρχ.</b> [[ψιλοκόρσης]]].
}}
}}