3,277,066
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατειλέω''': [[ἀναγκάζω]] εἰς στενὸν τόπον, [[ἀποκλείω]], στενοχωρῶ, ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 80˙ ἐς τὸ ἄστυ [[αὐτόθι]] 176, κ. ἀλλ.˙- Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρὸν ὁ αὐτ. 5. 119, πρβλ. 3. 146., 8. 27˙ ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ὁ αὐτ. 9. 70, πρβλ. 31˙ ἐρευγμὸς [[εἴσω]] κατειλούμενος Ἱππ. 221Α˙ ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Πλουτ. Κάμιλλ. 31, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 29. 2) [[τυλίσσω]], [[περιτυλίσσω]], [[συστρέφω]], ἐρίῳ κατειλήσαντες τὸ [[ἄγκιστρον]] Αἰλ. π. Ζ. 5. 3., 15. 10˙ κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλὴν Λουκ. Συμπ. 47˙- [[συμπτύσσω]], διπλώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 20. | |lstext='''κατειλέω''': [[ἀναγκάζω]] εἰς στενὸν τόπον, [[ἀποκλείω]], στενοχωρῶ, ἐς τὸ [[τεῖχος]] Ἡρόδ. 1. 80˙ ἐς τὸ ἄστυ [[αὐτόθι]] 176, κ. ἀλλ.˙- Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρὸν ὁ αὐτ. 5. 119, πρβλ. 3. 146., 8. 27˙ ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ὁ αὐτ. 9. 70, πρβλ. 31˙ ἐρευγμὸς [[εἴσω]] κατειλούμενος Ἱππ. 221Α˙ ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Πλουτ. Κάμιλλ. 31, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 29. 2) [[τυλίσσω]], [[περιτυλίσσω]], [[συστρέφω]], ἐρίῳ κατειλήσαντες τὸ [[ἄγκιστρον]] Αἰλ. π. Ζ. 5. 3., 15. 10˙ κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλὴν Λουκ. Συμπ. 47˙- [[συμπτύσσω]], διπλώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> enrouler, envelopper : τινί [[τι]] une chose avec une autre;<br /><b>2</b> pelotonner ; acculer ; <i>Pass.</i> se pelotonner, se ramasser, être acculé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[εἰλέω]]. | |||
}} | }} |