κατειλέω

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειλέω Medium diacritics: κατειλέω Low diacritics: κατειλέω Capitals: ΚΑΤΕΙΛΕΩ
Transliteration A: kateiléō Transliteration B: kateileō Transliteration C: kateileo Beta Code: kateile/w

English (LSJ)

A force into a narrow space, coop up, in Pass., ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.80; ἐς τὸ ἄστυ ib.176; ἐς Διὸς ἱρόν Id.5.119, cf. Onos.42.19, Parth.32.2; εἰς χωρία προσάντη Plu.Cam.41; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt.9.70, cf. J.AJ14.16.2, al.; ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Hp.Coac.622, cf. Arist.Pr.869a21; τοιαύτην δίνην κατειληθῆναι τοῖς ἄστροις Epicur.Ep.2p.40U.
b καταϝελμένων τῶν πολιατᾶν when the citizens are assembled, Leg.Gort.10.35, 11.13.
2 wrap up, X.Eq.10.7, Ael.NA5.3, 15.10 (Pass.); ταινίᾳ κατειλημένος τὴν ὀσφύν Diocl.Fr.142; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.Symp. 47; τελαμῶνι τὸν μηρὸν -ειλημένον Paus.8.28.6.
3 roll up, βιβλίον Luc.Alex.20.
II v. κατίλλω.

German (Pape)

[Seite 1394] (s. εἰλέω), zusammendrängen, einsperren; κατειληθέντες εἰς Μέμφιν, nach Memphis hineingedrängt, sich dort eingeschlossen haltend, Her. 3, 13; ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Plut. Cam. 31; – einwickeln, bewickeln; Paus. 8, 28, 6; Ael. H. A. 15, 10; κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc. Conv. 47, den Kopf mit Binden umwunden.

French (Bailly abrégé)

κατειλῶ :
1 enrouler, envelopper : τινί τι une chose avec une autre;
2 pelotonner ; acculer ; Pass. se pelotonner, se ramasser, être acculé.
Étymologie: κατά, εἰλέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ειλέω samendringen, insluiten:. ἐν ὀλίγῳ χώρῳ κατειλημέναι opgesloten in een kleine ruimte Hdt. 9.70.4. oprollen van papyrusrol; omwikkelen:. ταινίαις κατειλημένος τὴν κεφαλήν zijn hoofd omwikkeld met verband Luc. 17.47.

Russian (Dvoretsky)

κατειλέω:
1 оттеснять, загонять (ἐντός Arst.): κατειληθέντες ἐς τὸ τεῖχος Her. оттесненные за (крепостные) стены (лидийцы); οἱ διαφυγόντες κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν Her. бежавшие были вынуждены укрыться в храме Зевса;
2 обматывать, окутывать (κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλήν Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

κατειλέω: ἀναγκάζω εἰς στενὸν τόπον, ἀποκλείω, στενοχωρῶ, ἐς τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 1. 80· ἐς τὸ ἄστυ αὐτόθι 176, κ. ἀλλ.·- Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρὸν ὁ αὐτ. 5. 119, πρβλ. 3. 146., 8. 27· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ… πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι ὁ αὐτ. 9. 70, πρβλ. 31· ἐρευγμὸς εἴσω κατειλούμενος Ἱππ. 221Α· ὑπὸ δέους εἰς χωρία προσάντη κατειλῆσθαι Πλουτ. Κάμιλλ. 31, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 2. 29. 2) τυλίσσω, περιτυλίσσω, συστρέφω, ἐρίῳ κατειλήσαντες τὸ ἄγκιστρον Αἰλ. π. Ζ. 5. 3., 15. 10· κατειλημένος ταινίαις τὴν κεφαλὴν Λουκ. Συμπ. 47·- συμπτύσσω, διπλώνω, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 20.

Greek Monotonic

κατειλέω: μέλ. -ήσω, πιέζω σε στενό τόπο, αποκλείω, στενοχωρώ, ἐςτὸ τεῖχος, ἐς τὸ ἄστυ, σε Ηρόδ. — Παθ., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν, στον ίδ.· ἐν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to force into a narrow space, to coop up, ἐς τὸ τεῖχος, ἐς τὸ ἄστυ Hdt.:—Pass., κατειλήθησαν ἐς Διὸς ἱρόν Hdt.; έν ὀλίγῳ χώρῳ πολλαὶ μυριάδες κατειλημέναι Hdt.