κοτυλιαῖος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτῠλιαῖος''': -ον, χωρῶν ἢ περιλαμβάνων μίαν κοτύλην, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 420Α, Διογ. Λ. 2. 139, κτλ.
|lstext='''κοτῠλιαῖος''': -ον, χωρῶν ἢ περιλαμβάνων μίαν κοτύλην, Ἀντίγ. Καρ. παρ’ Ἀθην. 420Α, Διογ. Λ. 2. 139, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de la contenance d’un cotyle.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
}}
}}