Anonymous

κοτυλιαῖος: Difference between revisions

From LSJ
21
(Bailly1_3)
(21)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de la contenance d’un cotyle.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
|btext=α, ον :<br />de la contenance d’un cotyle.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[κοτυλιαίος]], -αία, -ον και κοτυλιεῑος, -εία, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[κοτύλη]] του ιερού οστού ([[κοτυλιαίος]] [[δακτύλιος]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιέχει μια [[κοτύλη]], [[ίσος]] με μια [[κοτύλη]] («τὸ δὲ περιαγόμενον [[ποτήριον]] οὐ μεῑζον ἦν κοτυλιαίου», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιαῖος</i> / -<i>ιεῖος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>νωτ</i>-<i>ιαίος</i> / <i>μηνι</i>-<i>είος</i>)].
}}
}}