κοτυλίσκος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτῠλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κοτύλη]], μικρὸν [[ποτήριον]], Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κοτυλίσκη, ἡ, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, 4· -ίσκιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Β. ΙΙΙ. «[[βόθρος]] εἰς ὃν τὸ [[αἷμα]] τῶν τῇ γῇ θυομένων ἐνέβαλλον» Ἡσύχ.
|lstext='''κοτῠλίσκος''': ὁ, ὑποκορ. τοῦ [[κοτύλη]], μικρὸν [[ποτήριον]], Ἀριστοφ. παρ’ Ἀθην. 479C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κοτυλίσκη, ἡ, Φερεκρ. ἐν «Κοριαννοῖ» 3, 4· -ίσκιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 459. ΙΙ. [[εἶδος]] πλακοῦντος, Ἀθήν. 647Β. ΙΙΙ. «[[βόθρος]] εἰς ὃν τὸ [[αἷμα]] τῶν τῇ γῇ θυομένων ἐνέβαλλον» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> coupe sacrée aux fêtes de bacchus;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]].
}}
}}