κριθοφόρος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῑθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, παράγων κριθάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 2, Στράβ. 375.
|lstext='''κρῑθοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, παράγων κριθάς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 8, 2, Στράβ. 375.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit de l’orge.<br />'''Étymologie:''' [[κριθή]], [[φέρω]].
}}
}}