λεπύχανον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεπύχᾰνον''': [ῡ], τό, [[λέπυρον]], εἷς τῶν χιτώνων τοῦ κρομμύου, Λατ. tunica cepae, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Πλούτ. 2. 684Β.
|lstext='''λεπύχᾰνον''': [ῡ], τό, [[λέπυρον]], εἷς τῶν χιτώνων τοῦ κρομμύου, Λατ. tunica cepae, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ὀδυσσεῖ» 2, Πλούτ. 2. 684Β.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />pelure d’oignon.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
}}
}}