Anonymous

λεπύχανον: Difference between revisions

From LSJ
23
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />pelure d’oignon.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
|btext=ου (τό) :<br />pelure d’oignon.<br />'''Étymologie:''' [[λέπω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λεπύχανον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[φλοιός]], [[φλούδα]], λέπυρο<br /><b>2.</b> καθεμιά από τις φλούδες του κρεμμυδιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. από συμφυρμό τών λ. [[λέπυρον]] <span style="color: red;">+</span> [[λάχανον]].
}}
}}