3,240,908
edits
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λευκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ἢ [[λευκότριχος]], ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784. | |lstext='''λευκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ἢ [[λευκότριχος]], ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> à cheveux blancs;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> à crinière blanche ; à toison blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[θρίξ]]. | |||
}} | }} |