Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λευκόθριξ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λευκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ἢ [[λευκότριχος]], ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784.
|lstext='''λευκόθριξ''': -τρῐχος, ὁ, ἡ, ἢ [[λευκότριχος]], ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784.
}}
{{bailly
|btext=ότριχος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> à cheveux blancs;<br /><b>2</b> <i>p. anal.</i> à crinière blanche ; à toison blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[θρίξ]].
}}
}}