κώμυς: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κώμῡς''': -ῡθος, ἡ, [[δέμα]], [[δεμάτιον]] χόρτου, κτλ., Λατ. manipulus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 157, Θεόκρ. 4, 18. ΙΙ. [[κλάδος]] δάφνης τεθειμένος πρὸ τῶν πυλῶν, Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[κώμυς]], ὁ, [[ἑλώδης]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] κάλαμοι φύονται πυκνοὶ [[λίαν]] καὶ μὲ περιπεπλεγμένας ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 1.
|lstext='''κώμῡς''': -ῡθος, ἡ, [[δέμα]], [[δεμάτιον]] χόρτου, κτλ., Λατ. manipulus, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 157, Θεόκρ. 4, 18. ΙΙ. [[κλάδος]] δάφνης τεθειμένος πρὸ τῶν πυλῶν, Ἡσύχ. ΙΙΙ. [[κώμυς]], ὁ, [[ἑλώδης]] [[τόπος]] [[ἔνθα]] κάλαμοι φύονται πυκνοὶ [[λίαν]] καὶ μὲ περιπεπλεγμένας ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 11, 1.
}}
{{bailly
|btext=υθος (ὁ, ἡ)<br /><b>1</b> ἡ [[κώμυς]] botte de fourrage;<br /><b>2</b> ὁ [[κώμυς]] lieu planté de roseaux.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
}}