λοχαῖος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λοχαῖος''': -α, -ον, = [[λόχιος]], Αρτεμίδ. 5. 73 ([[μετὰ]] διαφ. γραφῆς [[λοχεῖος]]), λ. [[ἔρως]], [[κρύφιος]] [[λαθραῖος]], Ἀνθ. Π. 15. 9. ΙΙ. κλίνων πρὸς τὰ [[κάτω]], ὡς οἱ πλήρεις στάχυες σίτου, «κλινόμενος βαθὺς [[σῖτος]]» Ἡσύχ.· καὶ οὕτω. πιθ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5, κτλ. - [[ἐντεῦθεν]] μεταφ., [[εὐανθής]], [[εὐθαλής]], Ἀράτου Διοσημ. 3. 5.
|lstext='''λοχαῖος''': -α, -ον, = [[λόχιος]], Αρτεμίδ. 5. 73 ([[μετὰ]] διαφ. γραφῆς [[λοχεῖος]]), λ. [[ἔρως]], [[κρύφιος]] [[λαθραῖος]], Ἀνθ. Π. 15. 9. ΙΙ. κλίνων πρὸς τὰ [[κάτω]], ὡς οἱ πλήρεις στάχυες σίτου, «κλινόμενος βαθὺς [[σῖτος]]» Ἡσύχ.· καὶ οὕτω. πιθ. ἐν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5, κτλ. - [[ἐντεῦθεν]] μεταφ., [[εὐανθής]], [[εὐθαλής]], Ἀράτου Διοσημ. 3. 5.
}}
{{bailly
|btext=αία, αῖον;<br /><b>I.</b> propre aux accouchements;<br /><b>II.</b> qui se couche :<br /><b>1</b> qui se cache comme en embuscade, clandestin, furtif;<br /><b>2</b> ramassé (comme une troupe en embuscade), tassé, dru, serré, touffu.<br />'''Étymologie:''' [[λόχος]].
}}
}}