3,274,447
edits
(6_3) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λύπη''': [ῡ], ἡ, [[πόνος]] [[σωματικός]], Λατ. dolor, ἀντίθετ. τῷ [[ἡδονή]], Πλάτ. Φίληβ. 31C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κακὴ [[κατάστασις]], [[δυστυχία]], Ἡρόδ. 7. 152. 2) [[πόνος]] τῆς ψυχῆς, Ἡρόδ. 7. 16, καὶ Ἀττ.· [[δῆγμα]] δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ [[ἧπαρ]] προσικνεῖται Αἰσχύλ. Ἀγ. 791· τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 174, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1216, κτλ.· ἐρωτικὴ λ. Θουκ. 6. 58· λύπας ἐμβάλλειν Ἀντιφῶν 116. 29 λ. φέρειν τινὶ Ἀνδοκ. 20. 35· ἀντίθετ. τῷ [[χαρά]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32. (Πρὸς τὴν √ΛΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. lup, lump-âmi (rumpo, perdo), lup-yâmi (confundo)· [[ἴσως]] καὶ Λατ. rump-o, Ἀρχ. Σκανδιν. rŷf (rumpo), Λιθ. rūp-eti (vexare)). | |lstext='''λύπη''': [ῡ], ἡ, [[πόνος]] [[σωματικός]], Λατ. dolor, ἀντίθετ. τῷ [[ἡδονή]], Πλάτ. Φίληβ. 31C, κτλ.· [[ὡσαύτως]] κακὴ [[κατάστασις]], [[δυστυχία]], Ἡρόδ. 7. 152. 2) [[πόνος]] τῆς ψυχῆς, Ἡρόδ. 7. 16, καὶ Ἀττ.· [[δῆγμα]] δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ [[ἧπαρ]] προσικνεῖται Αἰσχύλ. Ἀγ. 791· τί γὰρ καλὸν ζῆν βίοτον, ὃς λύπας φέρει; ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 174, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1216, κτλ.· ἐρωτικὴ λ. Θουκ. 6. 58· λύπας ἐμβάλλειν Ἀντιφῶν 116. 29 λ. φέρειν τινὶ Ἀνδοκ. 20. 35· ἀντίθετ. τῷ [[χαρά]], Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 32. (Πρὸς τὴν √ΛΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. lup, lump-âmi (rumpo, perdo), lup-yâmi (confundo)· [[ἴσως]] καὶ Λατ. rump-o, Ἀρχ. Σκανδιν. rŷf (rumpo), Λιθ. rūp-eti (vexare)). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> peine, chagrin, tristesse, affliction;<br /><b>2</b> situation <i>ou</i> condition pénible;<br /><b>3</b> douleur physique, <i>particul.</i> douleurs de l’enfantement.<br />'''Étymologie:''' R. Λυπ, être triste. | |||
}} | }} |