λυκόω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκόω''': ([[λύκος]]) κατασπαράττω ὡς [[λύκος]]· ― Παθ., κατασπαράττομαι ὑπὸ λύκων, πρόβατα λελυκωμένα Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 41· μεταβάλλομαι εἰς λύκον, Θ. Στουδ. σ. 780, ἔκδ. Mi.
|lstext='''λῠκόω''': ([[λύκος]]) κατασπαράττω ὡς [[λύκος]]· ― Παθ., κατασπαράττομαι ὑπὸ λύκων, πρόβατα λελυκωμένα Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 41· μεταβάλλομαι εἰς λύκον, Θ. Στουδ. σ. 780, ἔκδ. Mi.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />dévorer <i>en parlant d’un loup ; Pass.</i> être dévoré par un loup <i>ou</i> par des loups.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]].
}}
}}