λυκόω

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκόω Medium diacritics: λυκόω Low diacritics: λυκόω Capitals: ΛΥΚΟΩ
Transliteration A: lykóō Transliteration B: lykoō Transliteration C: lykoo Beta Code: luko/w

English (LSJ)

(λύκος) tear like a wolf:—Pass., to be torn by wolves, πρόβατα λελυκωμένα X.Cyr.8.3.41.

French (Bailly abrégé)

λυκῶ :
dévorer en parlant d'un loup ; Pass. être dévoré par un loup ou par des loups.
Étymologie: λύκος.

Greek (Liddell-Scott)

λῠκόω: (λύκος) κατασπαράττω ὡς λύκος· ― Παθ., κατασπαράττομαι ὑπὸ λύκων, πρόβατα λελυκωμένα Ξενοφ. Κύρ. 8. 3, 41· μεταβάλλομαι εἰς λύκον, Θ. Στουδ. σ. 780, ἔκδ. Mi.

Greek Monotonic

λῠκόω: (λύκος), κατασπαράζω σαν λύκος· Παθ., κατασπαράζομαι από λύκους, πρόβατα λελυκωμένα, σε Ξεν.

Middle Liddell

λῠκόω, λύκος
to tear like a wolf:—Pass. to be torn by wolves, πρόβατα λελυκωμένα Xen.

German (Pape)

wie ein Wolf anfallen, zerreißen, τῶν προβάτων λελυκωμένα, vom Wolfe zerrissene Schafe, Xen. Cyr. 8.3.16, vgl. λυκόβρωτος.