λεοντόπους: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεοντόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων πόδας λέοντος, Εὐριπ. Ἀποσπ. 544.
|lstext='''λεοντόπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ἔχων πόδας λέοντος, Εὐριπ. Ἀποσπ. 544.
}}
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -όποδος<br />qui a des pieds de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[πούς]].
}}
}}