Anonymous

λεοντόπους: Difference between revisions

From LSJ
22
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -όποδος<br />qui a des pieds de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> -όποδος<br />qui a des pieds de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]], [[πούς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λεοντόπους]], -ουν (Α)<br />αυτός που έχει πόδια λιονταριού ή πόδια που μοιάζουν με του λιονταριού.
}}
}}