3,276,949
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταμελητικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας [[μεστός]], κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε. | |lstext='''μεταμελητικός''': -ή, -όν, [[πλήρης]] μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας [[μεστός]], κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />porté à se repentir.<br />'''Étymologie:''' [[μεταμέλομαι]]. | |||
}} | }} |