μεταδοκέω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταδοκέω''': μέλλ. -δόξω, [[μεταβάλλω]] γνώμην· ― τὸ πλεῖστον ἀπροσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, φοβηθεῖσα [[μήπως]] [[ἤθελον]] μεταβάλει γνώμην, Ἡρόδ. 5. 92, 4· ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ὁ αὐτ. 4. 98· ἂν μεταδόξῃ ποτὲ Δημ. 467. 21· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], μετέβαλες γνώμην καὶ ἐνόμισας ὅτι..., Λουκ. Ἀπολογ. (π. τῶν Μισθ. Συνόντ.) 3· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., μεταδόξαν αὐτῷ μὴ [[ἐκεῖσε]] [[πλεῖν]] Δημ. 1241· ἐν τέλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 7. 13. Πρβλ. [[μεταβουλεύω]].
|lstext='''μεταδοκέω''': μέλλ. -δόξω, [[μεταβάλλω]] γνώμην· ― τὸ πλεῖστον ἀπροσ., δείσασα μή σφι μεταδόξῃ, φοβηθεῖσα [[μήπως]] [[ἤθελον]] μεταβάλει γνώμην, Ἡρόδ. 5. 92, 4· ἐπεί τε οὕτω μετέδοξε ὁ αὐτ. 4. 98· ἂν μεταδόξῃ ποτὲ Δημ. 467. 21· μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], μετέβαλες γνώμην καὶ ἐνόμισας ὅτι..., Λουκ. Ἀπολογ. (π. τῶν Μισθ. Συνόντ.) 3· ― ἀπολ. ἐν τῇ μετοχ., μεταδόξαν αὐτῷ μὴ [[ἐκεῖσε]] [[πλεῖν]] Δημ. 1241· ἐν τέλ.· καὶ ἐν τῷ παθ., μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 7. 13. Πρβλ. [[μεταβουλεύω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d’avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j’ai renoncé à l’expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t’es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]].
}}
}}