3,251,689
edits
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d’avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j’ai renoncé à l’expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t’es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d’avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j’ai renoncé à l’expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t’es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]], Παθ. παρακ. -[[δέδογμαι]]· [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[κυρίως]] απρόσ., δείσασα μή [[σφι]] μεταδόξῃ, [[καθώς]] φοβόταν ότι θα άλλαζαν τη [[γνώμη]] τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], άλλαξες τη [[γνώμη]] [[σου]] και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε Λουκ.· μτχ. <i>μεταδόξαν</i>, όταν άλλαξαν τη [[γνώμη]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι</i>, αφ' ότου έχω αλλάξει τη [[γνώμη]] μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |