Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεταδοκέω: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d’avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j’ai renoncé à l’expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t’es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μεταδόξω, <i>ao.</i> μετέδοξα, <i>etc.</i><br />changer d’avis, <i>seul. impers.</i> : μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι HDT j’ai renoncé à l’expédition décidée ; μετέδοξέ [[σοι]] [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]] LUC tu t’es ravisé et tu as décidé que cela était mieux.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[δοκέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταδοκέω:''' μέλ. -[[δόξω]], Παθ. παρακ. -[[δέδογμαι]]· [[αλλάζω]] τη [[γνώμη]] μου, [[κυρίως]] απρόσ., δείσασα μή [[σφι]] μεταδόξῃ, [[καθώς]] φοβόταν ότι θα άλλαζαν τη [[γνώμη]] τους, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., μετέδοξέ σοι [[ταῦτα]] βελτίω [[εἶναι]], άλλαξες τη [[γνώμη]] [[σου]] και θεώρησες ότι αυτό ήταν καλύτερο, σε Λουκ.· μτχ. <i>μεταδόξαν</i>, όταν άλλαξαν τη [[γνώμη]] τους, σε Δημ.· και στην Παθ., <i>μεταδεδογμένον μοι μὴ στρατεύεσθαι</i>, αφ' ότου έχω αλλάξει τη [[γνώμη]] μου και αποφασίσει να μην εκστρατεύσω, σε Ηρόδ.
}}
}}