μισητικός: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑσητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., [[μετὰ]] μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.
|lstext='''μῑσητικός''': -ή, -όν, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὸ μισεῖν, Ὠριγέν. κατὰ Κέλσου 4, σ. 195. - μισητικῶς, Ἐπίρρ., [[μετὰ]] μίσους, Βασίλ. Ι., 385Β.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />haineux.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]].
}}
}}