Anonymous

μισητικός: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />haineux.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]].
|btext=ή, όν :<br />haineux.<br />'''Étymologie:''' [[μισέω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μισητικός]], -ή, -όν (Α) [[μισητός]]<br />ο [[επιρρεπής]] στο [[μίσος]], στο να μισεί. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μισητικῶς</i> (Α)<br />με μισητικό τρόπο, με [[μίσος]].
}}
}}