μοιχίδιος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_3)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιχίδιος''': [ῐ], -α, -ον, = μπίχιος, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16. ΙΙ. ὁ ἐν μοιχείᾳ γεννηθείς, Ἑκαταῖ. 370, Ἡρόδ. 1. 137, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 1.
|lstext='''μοιχίδιος''': [ῐ], -α, -ον, = μπίχιος, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16. ΙΙ. ὁ ἐν μοιχείᾳ γεννηθείς, Ἑκαταῖ. 370, Ἡρόδ. 1. 137, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 1.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><b>1</b> d’adultère;<br /><b>2</b> né d’un adultère.<br />'''Étymologie:''' [[μοιχός]].
}}
}}