μοιχίδιος

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχίδιος Medium diacritics: μοιχίδιος Low diacritics: μοιχίδιος Capitals: ΜΟΙΧΙΔΙΟΣ
Transliteration A: moichídios Transliteration B: moichidios Transliteration C: moichidios Beta Code: moixi/dios

English (LSJ)

[ῐ], α, ον, = μοιχικός (adulterous, of adultery), Ael.NA12.16.
II begotten in adultery, Hecat.369 J., Hdt. 1.137, Hyp.Fr.42, Ph.1.598, Luc.DDeor.22.1.

German (Pape)

[Seite 198] ehebrecherisch, Ael. N. A. 12, 16; aus einem Ehebruch entsprungen, Her. 1, 137 u. Sp., wie Luc. D. D. 22, 1; Hecat. u. Hyperid. bei Suid., der es erkl. ἐκ μοιχοῦ γεγεννημένος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 d'adultère;
2 né d'un adultère.
Étymologie: μοιχός.

Russian (Dvoretsky)

μοιχίδιος: рожденный от прелюбодеяния, т. е. внебрачный Her., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχίδιος: [ῐ], -α, -ον, = μπίχιος, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16. ΙΙ. ὁ ἐν μοιχείᾳ γεννηθείς, Ἑκαταῖ. 370, Ἡρόδ. 1. 137, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 1.

Greek Monolingual

μοιχίδιος, -ία, -ον (Α)
μοιχικός, γεννημένος από μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -ίδιος (πρβλ. κουρίδιος)].

Greek Monotonic

μοιχίδιος: [ῐ], -α, -ον, αυτός που γεννήθηκε μέσα στη μοιχεία, σε Λουκ.

Middle Liddell

μοῐχίδιος, η, ον
born in adultery, Luc.