μάννος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μάννος''': ἢ [[μάνος]], ὁ, Λατ. monile, περιδέραιον, Δωρ. λέξ., [[Πολυδ]]. Ε΄, 99· Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 41.
|lstext='''μάννος''': ἢ [[μάνος]], ὁ, Λατ. monile, περιδέραιον, Δωρ. λέξ., [[Πολυδ]]. Ε΄, 99· Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 41.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' DELG -.<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}