Anonymous

μάννος: Difference between revisions

From LSJ
24
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' DELG -.<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
|btext=ου (ὁ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' DELG -.<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μάννος]] και [[μόννος]], ὁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[περιδέραιο]], περιτραχήλιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για συντετμημένο τ. της λ. [[μανιάκης]]].
}}
}}