νεανισκεύομαι: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεᾱνισκεύομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ [[νεανιεύομαι]], εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.
|lstext='''νεᾱνισκεύομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ [[νεανιεύομαι]], εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> passer sa jeunesse qqe part;<br /><b>2</b> se conduire en jeune homme, être léger, indiscret, téméraire.<br />'''Étymologie:''' [[νεανίσκος]].
}}
}}