3,277,300
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεᾱνισκεύομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ [[νεανιεύομαι]], εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15. | |lstext='''νεᾱνισκεύομαι''': ἀποθ. ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ., καὶ μόνον ἐν τῇ πρώτῃ σημασίᾳ τοῦ [[νεανιεύομαι]], εἶμαι ἐν τῇ νεότητί μου, Εὔπολις ἐν «Σφιγξὶν» 20, κ. ἀλλ., Ξεν. Κύρ. 1. 2, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>1</b> passer sa jeunesse qqe part;<br /><b>2</b> se conduire en jeune homme, être léger, indiscret, téméraire.<br />'''Étymologie:''' [[νεανίσκος]]. | |||
}} | }} |