μύρτον: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρτον''': -ου, τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς μύρτου, μυρσίνης, Λατ. myrtum, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, 1100, Πλάτ. Πολ. 372C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2) = [[μυρσίνη]], Ἀρχίλ. 155. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1034˙ ταὐτόσημον τῷ [[νύμφη]] ἢ [[κλειτορίς]], Ροῦφος σελ. 32, [[Πολυδ]]. Β΄, 174, Ἡσύχ.˙ μυρτόχειλα, τά, καὶ [[μυρτοχειλίδες]], αἱ, τὰ χείλη [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]].
|lstext='''μύρτον''': -ου, τό, ὁ [[καρπὸς]] τῆς μύρτου, μυρσίνης, Λατ. myrtum, Ἀριστοφ. Ὄρν. 160, 1100, Πλάτ. Πολ. 372C, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2) = [[μυρσίνη]], Ἀρχίλ. 155. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 1034˙ ταὐτόσημον τῷ [[νύμφη]] ἢ [[κλειτορίς]], Ροῦφος σελ. 32, [[Πολυδ]]. Β΄, 174, Ἡσύχ.˙ μυρτόχειλα, τά, καὶ [[μυρτοχειλίδες]], αἱ, τὰ χείλη [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> baie de myrte;<br /><b>2</b> « le bouton », le clitoris.<br />'''Étymologie:''' [[μύρτος]].
}}
}}