νύμφευμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νύμφευμα''': τό, ([[νυμφεύω]]) [[γάμος]], [[συζυγία]], ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ [[πρόσωπον]] τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν [[νύμφευμα]] τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.
|lstext='''νύμφευμα''': τό, ([[νυμφεύω]]) [[γάμος]], [[συζυγία]], ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ [[πρόσωπον]] τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν [[νύμφευμα]] τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mariage.<br />'''Étymologie:''' [[νυμφεύω]].
}}
}}