νύμφευμα

From LSJ

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νύμφευμα Medium diacritics: νύμφευμα Low diacritics: νύμφευμα Capitals: ΝΥΜΦΕΥΜΑ
Transliteration A: nýmpheuma Transliteration B: nympheuma Transliteration C: nymfevma Beta Code: nu/mfeuma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A marriage, espousal, in plural, τὰ μητρὸς ν. Id.OT980, cf. E.IT365, al.
II in sg., the person married, καλὸν ν. τινί 'a good match for him', Id.Tr. 420.

German (Pape)

[Seite 268] τό, die Ehe; plur., Soph. O. R. 980; Eur. Phoen. 1210 u. öfter; auch die Geheirathete, Tro. 420.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mariage.
Étymologie: νυμφεύω.

Russian (Dvoretsky)

νύμφευμα: ατος τό
1 pl. свадьба, брак Soph., Eur.;
2 невеста или жена Eur.

Greek (Liddell-Scott)

νύμφευμα: τό, (νυμφεύω) γάμος, συζυγία, ἐν τῷ πληθ., τὰ μητρὸς ν. Σοφ. Ο. Τ. 980· καὶ συχνὸν παρ’ Εὐρ. Τρῳ. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικ., τὸ πρόσωπον τὸ εἰς γάμον ἐρχόμενον, καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτῃ, περὶ τῆς Κασσάνδρα, Εὐρ. Τρῳ. 420.

Greek Monolingual

νύμφευμα, τὸ (Α) νυμφεύω
1. γάμος, παντρειά («τὰ μητρὸς νυμφεύματα», Σοφ.)
2. νυμφευμένο πρόσωπο, σύζυγος («καλὸν νύμφευμα τῷ στρατηλάτη», Ευρ.).

Greek Monotonic

νύμφευμα: -ατος, τό, (νυμφεύω
I. γάμος, συζυγία, σε Σοφ., Ευρ.
II. στον ενικ., αυτός που παντρεύεται· καλὸν νύμφευμά τινι, «καλό ταίρι για κάποιον», σε Ευρ.

Middle Liddell

νύμφευμα, ατος, τό, νυμφεύω
I. marriage, espousal, Soph., Eur.
II. in sg. the person married, καλὸν ν. τινι "a good match for him, " Eur.

English (Woodhouse)

marriage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)