3,274,919
edits
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑλομανέω''': φύω πολλοὺς βλαστοὺς καὶ φύλλα, [[αὐξάνω]] ὑπερβολικῶς, ἔχω τάσιν πρὸς αὔξησιν ταχεῖαν, Λατ. sylv? scere, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου (πρβλ. [[τραγάω]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 5, κλπ.· τὰ πεδία ὑλομανεῖ, αἱ πεδιάδες καλύπτονται ὑπὸ πυκνοῦ δάσους, Στράβ. 684, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 320. 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, γλώσσης, κτλ., [[ἀκολασταίνω]], αὐθαδιάζω, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 25F. | |lstext='''ὑλομανέω''': φύω πολλοὺς βλαστοὺς καὶ φύλλα, [[αὐξάνω]] ὑπερβολικῶς, ἔχω τάσιν πρὸς αὔξησιν ταχεῖαν, Λατ. sylv? scere, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου (πρβλ. [[τραγάω]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 5, κλπ.· τὰ πεδία ὑλομανεῖ, αἱ πεδιάδες καλύπτονται ὑπὸ πυκνοῦ δάσους, Στράβ. 684, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 320. 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, γλώσσης, κτλ., [[ἀκολασταίνω]], αὐθαδιάζω, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 25F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />pousser tout en bois ; <i>fig.</i> être luxuriant, pulluler.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[μαίνομαι]]. | |||
}} | }} |