Anonymous

ὑλομανέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_22)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλομανέω''': φύω πολλοὺς βλαστοὺς καὶ φύλλα, [[αὐξάνω]] ὑπερβολικῶς, ἔχω τάσιν πρὸς αὔξησιν ταχεῖαν, Λατ. sylv? scere, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου (πρβλ. [[τραγάω]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 5, κλπ.· τὰ πεδία ὑλομανεῖ, αἱ πεδιάδες καλύπτονται ὑπὸ πυκνοῦ δάσους, Στράβ. 684, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 320. 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, γλώσσης, κτλ., [[ἀκολασταίνω]], αὐθαδιάζω, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 25F.
|lstext='''ὑλομανέω''': φύω πολλοὺς βλαστοὺς καὶ φύλλα, [[αὐξάνω]] ὑπερβολικῶς, ἔχω τάσιν πρὸς αὔξησιν ταχεῖαν, Λατ. sylv? scere, ἐπὶ τῆς ἀμπέλου (πρβλ. [[τραγάω]]), Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 1, 5, κλπ.· τὰ πεδία ὑλομανεῖ, αἱ πεδιάδες καλύπτονται ὑπὸ πυκνοῦ δάσους, Στράβ. 684, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 320. 2) μεταφορ., ἐπὶ προσώπων, γλώσσης, κτλ., [[ἀκολασταίνω]], αὐθαδιάζω, Wytt. εἰς Πλούτ. 2. 25F.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />pousser tout en bois ; <i>fig.</i> être luxuriant, pulluler.<br />'''Étymologie:''' [[ὕλη]], [[μαίνομαι]].
}}
}}