σωφρονικός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωφρονικός''': -ή, -όν, ὁ φύσει [[σώφρων]], [[μέτριος]], [[νηφάλιος]], ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· [[σεμνότης]], [[ἔθος]] Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.
|lstext='''σωφρονικός''': -ή, -όν, ὁ φύσει [[σώφρων]], [[μέτριος]], [[νηφάλιος]], ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· [[σεμνότης]], [[ἔθος]] Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à la modération.<br />'''Étymologie:''' [[σώφρων]].
}}
}}