σωφρονικός: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />porté à la modération.<br />'''Étymologie:''' [[σώφρων]].
|btext=ή, όν :<br />porté à la modération.<br />'''Étymologie:''' [[σώφρων]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[σώφρων]], -<i>ονος</i>]<br /><b>1.</b> ο εκ φύσεως [[φρόνιμος]], [[συνετός]]<br /><b>2.</b> (για καταστάσεις ή διαθέσεις) αυτός που φανερώνει [[σωφροσύνη]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ σωφρονικόν</i><br />η [[σωφροσύνη]], η [[φρονιμάδα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωφρονικῶς</i> Α<br />με [[σωφροσύνη]], με [[φρονιμάδα]].
}}
}}