νυμφαῖος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυμφαῖος''': -α, -ον, ([[νύμφη]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς τὰς νύμφας, σκοπιαὶ Εὐρ. Ἑλ. 447˙ [[νᾶμα]] Ἀνθ. Π. 14. 71˙ [[νυμφαία]] [[λιβάς]], καθαρὸν πηγαῖον [[ὕδωρ]], πιθ. γραφὴ ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 1. 13. [[ἔνθα]] ἴδε Meineke.
|lstext='''νυμφαῖος''': -α, -ον, ([[νύμφη]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἀφιερωμένος εἰς τὰς νύμφας, σκοπιαὶ Εὐρ. Ἑλ. 447˙ [[νᾶμα]] Ἀνθ. Π. 14. 71˙ [[νυμφαία]] [[λιβάς]], καθαρὸν πηγαῖον [[ὕδωρ]], πιθ. γραφὴ ἐν Ἀντιφάνους «Ἀφροδισίῳ» 1. 13. [[ἔνθα]] ἴδε Meineke.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]].
}}
}}