Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυμφαῖος: Difference between revisions

From LSJ
27
(Bailly1_3)
(27)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]].
|btext=α, ον :<br />qui concerne les nymphes, consacré aux nymphes.<br />'''Étymologie:''' [[νύμφη]].
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α νυμφαῑος, -αία, -ον) [[Νύμφα]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρχαίες θεότητες Νύμφες («νυμφαίου νάματος ἁψάμενος», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (το ουδ. ως ο υ σ.) <i>το νυμφαίο</i>(<i>ν</i>)<br />[[ιερό]] τών Νυμφῶν, [[τόπος]] όπου λατρευόταν οι Νύμφες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> [[κρήνη]], [[βρύση]], [[πηγή]] με αρχιτεκτονικό [[βάθος]]<br /><b>2.</b> (το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>τὰ Νυμφαῑα</i><br />[[εορτή]] [[προς]] τιμήν τών Νυμφών<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[νυμφαία]] [[πτέρις]]»<br />i) το [[φυτό]] [[θηλυπτερίς]]. ii) το [[φυτό]] [[δρυοπτερίς]]. β) «[[νυμφαία]] [[λιβάς]]». πηγαίο, καθαρό [[νερό]].
}}
}}