συμμάρπτω: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμάρπτω''': [[ἁρπάζω]] ἢ πιάνω [[ὁμοῦ]], σπάνω, συμμάρψας δόνακας μυρίκης τ’... ὄζους, «συμμάρψας, συλλαβών, κλάσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 467· πᾶσαν γενεὴν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3· σὺν δὲ δύω μάρψας, «ἁρπάσας, συλλαβών» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 289, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 397.
|lstext='''συμμάρπτω''': [[ἁρπάζω]] ἢ πιάνω [[ὁμοῦ]], σπάνω, συμμάρψας δόνακας μυρίκης τ’... ὄζους, «συμμάρψας, συλλαβών, κλάσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 467· πᾶσαν γενεὴν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3· σὺν δὲ δύω μάρψας, «ἁρπάσας, συλλαβών» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 289, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 397.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> saisir avec <i>ou</i> ensemble;<br /><b>2</b> briser ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μάρπτω]].
}}
}}