συμμάρπτω

From LSJ

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμάρπτω Medium diacritics: συμμάρπτω Low diacritics: συμμάρπτω Capitals: ΣΥΜΜΑΡΠΤΩ
Transliteration A: symmárptō Transliteration B: symmarptō Transliteration C: symmarpto Beta Code: summa/rptw

English (LSJ)

seize or grasp together, συμμάρψας δόνακας μυρίκης τ'.. ὄζους Il.10.467; πᾶσαν γενεήν Orac. ap. Hdt.6.86.γ; σὺν δὲ δύω μάρψας Od.9.289, cf. E.Cyc.397.

German (Pape)

[Seite 980] (s. μάρπτω), mit, zugleich, zusammenfassen; συμμάρψας δόνακας, zusammenbrechen, Il. 10, 467; tmesis, σὺν δὲ δύω μάρψας, Od. 9, 289; danach Eur. Cycl. 396; Or. bei Her. 6, 86, 3.

French (Bailly abrégé)

1 saisir avec ou ensemble;
2 briser ensemble.
Étymologie: σύν, μάρπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-μάρπτω, ook in tmesis bij elkaar pakken, met acc.: δόνακας bossen riet Il. 10.467; εἰς ὅ κε πᾶσαν συμμάρψας ὄλεσῃ γενεήν tot hij het hele geslacht bij elkaar heeft genomen en vernietigd Hdt. 6.86.γ.2.

Russian (Dvoretsky)

συμμάρπτω: выхватывать, схватывать, вырывать Her., Eur.: συμμάρψας δόνακας Hom. нарвав тростника.

Greek (Liddell-Scott)

συμμάρπτω: ἁρπάζω ἢ πιάνω ὁμοῦ, σπάνω, συμμάρψας δόνακας μυρίκης τ’... ὄζους, «συμμάρψας, συλλαβών, κλάσας» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 467· πᾶσαν γενεὴν Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 6. 86, 3· σὺν δὲ δύω μάρψας, «ἁρπάσας, συλλαβών» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 289, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 397.

English (Autenrieth)

aor. part. συμμάρψᾶς: seize or grasp together, in order to break off, Il. 10.467†.

Greek Monolingual

Α
αρπάζω και τσακίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μάρπτω «αρπάζω, χτυπώ»].

Greek Monotonic

συμμάρπτω: μέλ. —ψω, αρπάζω, γραπώνω, πιάνω πολλά μαζί, σε Όμηρ.

Middle Liddell

fut. ψω
to seize or grasp together, Hom.