3,274,216
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλῐγότης''': -ητος, ἀντίθετ. τῷ [[πλῆθος]] ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις. 1) τὸ νὰ εἶναί τι ὀλίγον, Πλάτ. Νόμ. 678C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 8, κ. ἀλλ.· [[ὀλιγότης]] ἀρχόντων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 8, 4. 2) [[σμικρότης]], [[σπάνις]], Πλάτ. Πολ. 591Ε, Νόμ. 745D. 3) ἐπὶ χρόνου, [[βραχύτης]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D. 3) [[ἀδυναμία]], περὶ τοῦ ὀλίγα ὑπ’ ἀσθενείας λέγοντος, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 145. | |lstext='''ὀλῐγότης''': -ητος, ἀντίθετ. τῷ [[πλῆθος]] ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις. 1) τὸ νὰ εἶναί τι ὀλίγον, Πλάτ. Νόμ. 678C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 8, κ. ἀλλ.· [[ὀλιγότης]] ἀρχόντων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 8, 4. 2) [[σμικρότης]], [[σπάνις]], Πλάτ. Πολ. 591Ε, Νόμ. 745D. 3) ἐπὶ χρόνου, [[βραχύτης]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D. 3) [[ἀδυναμία]], περὶ τοῦ ὀλίγα ὑπ’ ἀσθενείας λέγοντος, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 145. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />petitesse.<br />'''Étymologie:''' [[ὀλίγος]]. | |||
}} | }} |