πασπάλη: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πασπάλη''': [ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], τὸ λεπτότατον [[ἄλευρον]], κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ [[πασπάλη]], οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.
|lstext='''πασπάλη''': [ᾰ], ἡ, = [[παιπάλη]], τὸ λεπτότατον [[ἄλευρον]], κοινῶς «πάσπαλη», Σουΐδ., Φώτ., κλ.· μεταφορ., ὕπνου οὐδὲ [[πασπάλη]], οὐδὲ βαρχύ τι, οὐδ’ ἐλάχιστόν τι ὕπνου, Ἀριστοφ. Σφ. 91· πρβλ. ἄχνα ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />grain <i>ou</i> farine de millet ; <i>d’où</i> chose minime.<br />'''Étymologie:''' cf. [[παιπάλη]].
}}
}}