Anonymous

πασπάλη: Difference between revisions

From LSJ
1,067 bytes added ,  29 September 2017
31
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />grain <i>ou</i> farine de millet ; <i>d’où</i> chose minime.<br />'''Étymologie:''' cf. [[παιπάλη]].
|btext=ης (ἡ) :<br />grain <i>ou</i> farine de millet ; <i>d’où</i> chose minime.<br />'''Étymologie:''' cf. [[παιπάλη]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ, και πάσπαλη, η, και πασπάλι, το, Ν<br />πολύ [[λεπτό]] [[αλεύρι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> οποιαδήποτε [[ουσία]] τριμμένη σε λεπτή [[σκόνη]]<br /><b>2.</b> [[σκόνη]], [[κονιορτός]]<br /><b>3.</b> (ειδικά) η λεπτότατη [[άχνη]] που διασκορπίζεται στον [[γύρω]] χώρο ή επικάθεται στα εξαρτήματα του αλευρόμυλου [[κατά]] την [[άλεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[κάθε]] [[πράγμα]] σε ελάχιστη [[ποσότητα]] («ὕπνου δ' ὁρᾷ της νυκτὸς οὐδὲ πασπάλην», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική λ., άγνωστης ετυμολ. Η [[σύνδεση]] της με το συνώνυμο [[παιπάλη]] «[[λεπτό]] [[αλεύρι]]» οφείλεται σε [[παρετυμολογία]]].
}}
}}