ὁμόφοιτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_18)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμόφοιτος''': -ον, ὁ πλησίον τινὸς πορευόμενος, τινος Πινδ. Ν. 8. 56, Νόνν. Δ. 5. 122, κτλ.
|lstext='''ὁμόφοιτος''': -ον, ὁ πλησίον τινὸς πορευόμενος, τινος Πινδ. Ν. 8. 56, Νόνν. Δ. 5. 122, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui va d’ordinaire avec ; qui accompagne, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[φοιτάω]].
}}
}}