ὄρνυμι: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὄρνῡμι''': ἢ -ύω, ποιητ. ῥῆμ., οὗ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ α΄ ἑνικ. [[ὄρνυμι]], προστ. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε, καὶ ἐκ τοῦ τύπου ὀρνύω, γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. παρατ. [[ὤρνυεν]], -υον, Ὀδ. Φ. 100, Ἰλ. Μ. 142: - μέλλ. [[ὄρσω]] Δ. 16, Πίνδ., Σοφ.: - ἀόρ. ὦρσα Ὅμ., Ἡσ., Τραγ., Ἰων. γ΄ ἑνικ. ὄρσασκε Ἰλ. Ρ. 423: - ἀόρ. β΄ μετ’ ἀναδιπλ. [[ὤρορε]], Ἰλ. Β. 146, Ὀδ. Δ. 712, κτλ., (ἀλλὰ τὸ [[ὤρορε]] κεῖται ἀντὶ τοῦ ὄρωρε, Ἰλ. Ν. 78, Ὀδ. Θ. 539): - Μέσ. ὄρνῠμαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ὄρνυται: προστ. ὄρνυσθε: μετοχ. ὀρνύμενος: παρατ. ὠρνύμην, οὗ εὑρίσκεται παρ’ Ὅμ. τὸ γ΄ ἑνικ. καὶ πληθυντ. πρόσ. ὤρνῠτο, ὤρνυντο: - μέλλ. ὀροῦμαι, γ΄ ἑνικ. ὀρεῖται Ἰλ. Υ. 140: - ἀόρ. β΄ ὠρόμην, γ΄ ἑνικ. [[ὤρετο]] Μ. 279, Ξ. 397, καὶ συχνότατα ἐν τῷ συνῃρ. τύπῳ ὦρτο· γ΄ πληθ. [[ἄνευ]] αὐξήσ. ὄροντο Ὀδ. Γ. 471· [[ὀρέοντο]] Ἰλ. Β. 398., Ψ. 212 (ἐξ οὗ ἐσχηματίσθη ἐνεστὼς ἢ μέλλ. ὀρεῖται ὑπό τινος μεταγεν. ποιητοῦ παρὰ Παυσ. Ι. 38, 4): προστ. [[ὄρσο]] ἢ ὄρσιο, Ὅμ., Ἰωνικ. συνῃρ. ὄρσευ Ἰλ.: ὑποτ. ὄρηται Ὀδ.: ἀπαρ. [[ὄρθαι]] (οὐχὶ ὦρθαι) συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ὀρέσθαι, Ἰλ. Θ. 474: μετοχ. ὀρόμενος Αἰσχύλ. Θήβ. 88, 115· [[ὄρμενος]], Ἰλ. καὶ ἐν Λυρικ. χωρίοις τῶν Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408 (πρβλ. 429), Ἱκ. 422, Σοφ. Ο. Τ. 177· - εἰς τὸν μέσ. τύπον ἀνήκει [[ὡσαύτως]] ὁ πρκμ. [[ὄρωρα]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ὄρωρε (ἴδε ἀνωτέρω), ὑποτ. ὀρώρῃ· καὶ ὑπερσ. ὀρώρει, [[ὡσαύτως]] [[ὠρώρει]] Ἰλ. Σ. 498, Αἰσχύλ. Ἀγ. 653, Σοφ. Ο. Κ. 1622 (πρβλ. [[ὄρομαι]])· - [[ὡσαύτως]] εὑρίσκομεν παθ. τύπον ὀρώρεται= ὄρωρε, Ὀδ. Τ. 377: ὑποτ. ὀρώρηται Ἰλ. Ν. 271· - οἱ χρόνοι σχηματίζονται κατὰ πολὺ ὁμοίως πρὸς τοὺς τοῦ *ἄρω, ἴδε ἐν λ. [[ἀραρίσκω]]. (Ἐκ τῆς √ΟΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ ὀρούω, ὀρίνω, ὀροθύνω, καὶ πιθ. [[ὡσαύτως]] οὖρον, δίσκουρα· Σανσκρ. ar, ri-nomi (μέσ. ἀόρ. ârta= ὦρτο)· Λατ. or-ior, or-tus, or-i-o). Ῥιζικὴ [[σημασία]], κινῶ, [[διεγείρω]], σηκώνω, ἰδίως, 1) ἐπὶ σωματικῆς κινήσεως, [[παροτρύνω]] τινὰ εἴς τι, παρορμῶ, τινὰ ἐπί τινα Ἰλ. Ε. 629., Μ. 293· οἱ ἐπ’ αἰετὸν [[ὦρσε]], ἀπέλυσεν ἐπ’ αὐτὸν τόν, Ἡσ. Θ. 523· τινὰ [[ἀντία]] τινὸς Ἰλ. Υ. 79· τινά τινι Ρ. 72· σπανίως, τινα εἰς ἄταν Πινδ. Π. 2. 54, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1150· - μετ’ ἀπαρ., [[Ζεὺς]] [[ὦρσε]] μάχεσθαι, διήγειρε, παρώτρυνε νὰ πολεμήσῃ, Ἰλ. Ν. 794, κτλ.· τὴν ... ῥέξαι θεὸς ὤρορεν [[ἔργον]] Ὀδ. Ψ. 222· οὕτω, [[τόλμα]] μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν Πινδ. Ο. 13. 15, πρβλ. Π. 4. 302, Σοφ. Ἀντ. 1060· - Μέσ., [[μετὰ]] τοῦ πρκμ. ὄρωμα, κινοῦμαι, [[εἰσόκε]] μοι φίλα γούνατ’ ὀρώρῃ, ἐφ’ ὄσον τὰ [[μέλη]] μου ἔχωσι δύναμιν νὰ κινῶνται, Ἰλ. Ι. 610, Ὀδ. Σ. 133, κτλ.· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ προστ. ὄρσεο, ἐγείρου, «σήκω», ἐμπρός! ὡς τὸ ἄγε καὶ ἴθι ἐπὶ παρακελεύσεως, Ἰλ. Γ. 250, κλ.· [[ὄρσο]] Ε. 109., Ω. 88· ἀλλ’ ὄρσευ [[πόλεμόνδε]] Δ. 264, Τ. 139· - ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, μανιωδῶς ὁρμῶ, ὦρτο δ’ ἐπ’ αὐτοὺς [Ἕκτωρ] Ἰλ. Ε. 590, πρβλ. Λ. 343., Φ. 248· ὤρνυτο χαλκῷ Τυδείδης Ε. 17, κλ.· ὄρνυται λαὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 90, πρβλ. 419, Σοφ. Ο. Κ. 1320. 2) [[ἐγείρω]], ἀπ’ Ὠκεανοῦ ... Ἠριγένειαν ὦρσεν Ὀδ. Ψ. 348, πρβλ. Η. 169. [[ἐξεγείρω]] ἐξ ὕπνου, «σηκώνω», ὦρσεν ... Ἱπποκόωντα Ἰλ. Κ. 518· ἐπὶ ζῴων, [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], ὦρσαν δὲ Νύμφαι .. αἶγας ὀρεσκῴους Ὀδ. Ι. 154· ὡς δ’ ὅτε νεβρὸν [[ὄρεσφι]] [[κύων]] ... [[ὄρσας]] ἐξ εὐνῆς Ἰλ. Χ. 190 - Μέσ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι, [[μάλιστα]] ἐκ τῆς κλίνης, Ἠὼς ἐκ λεχέων ... ὤρνυτο Ἰλ. Λ. 2· ὤρνυτ’ ἄρ’ ἐξ εὐνῆφιν Ὀδ. Β. 2, κτλ.· ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ Ἰλ. Λ. 645· ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο, ἐσηκώνετο ἐκ ..., Ε. 13 - ἀπολ., ὀρνυμένοιο ἄνακτος Ἡσ. Θ. 843· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. πρκμ., [[ὤρορε]] [[θεῖος]] ἀοιδὸς Ὀδ. Θ. 539, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. [[ὄρομαι]]· - [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐγείρομαι [[ὅπως]] πράξω τι, ἑτοιμάζομαι [[πρός]] τι, οἱ δ’ εὕδειν ὤρνυντο, παρεσκευάζοντο [[ὅπως]] κοιμηθῶσι, Ὀδ. Β. 397 (οὕτω [[μετὰ]] μετοχ., [[ὄρσο]] κέων, «διεγέρθητι κοιμηθησόμενος», σήκω νὰ κοιμηθῆς, (Σχόλ.), Η. 342)· ὦρτο ... [[ἴμεν]] Η. 14, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 40· ὦρτο πέτεσθαι Ἰλ. Ν. 62, κτλ.· [[ὤρετο]] … [[Ζεὺς]] νιφέμεν, ἤρχισε νά..., Μ. 279. 3) [[συχνάκις]] ἦν ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ προσώπων, οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπιφέρω]], [[ἐγείρω]], Λατ. ciere, ἐπὶ τρικυμιῶν καὶ τῶν τοιούτων., τὰ ὁποῖα οἱ θεοὶ προκαλοῦσιν, ἄνεμον, ἀνέμων [[ἀϋτμήν]], ἀήτας, θύελλαν, κύματα, νοῦσον, Ὅμ.· θεὸς χειμῶν’ ἄωρον [[ὦρσε]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 496· - καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐγείρομαι, Λατ. orior, Εὖρός τε Νότος τε, [[καῦμα]], νύξ, [[φλόξ]], [[χεῖμα]], [[κῦμα]] Ὅμ. πῦρ ὄρμενον, «ὀρμώμενον, διεγειρόμενον» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 738, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 177. β) ἐπὶ ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν, παθῶν κτλ., ὄρσαι πόλεμον, ἔριν, μῶλον, κυδοιμόν, καὶ ἵμερον, [[γόον]], φόβον, [[μένος]], [[σθένος]], κλ., Ὅμ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὄρνυται [[κλέος]], [[μένος]], [[νόος]], [[νεῖκος]], [[πένθος]], [[στόνος]], κλ., ὁ αὐτ.· δοῦρα ὄρμενα [[πρόσσω]], δόρατα ὁρμῶντα πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Λ. 572· ὀρνυμένων πολέμων Πινδ. Ο. 8. 45· [[ὡσαύτως]], ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο, ἐξήρχετο ἀπὸ τοῦ δέρματος, Ἡσ. Θ. 191· - πρβλ. [[παλινόρμενος]], [[παλίνορσος]]. 4) ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὸ [[ὤρορε]] σχεδὸν ὡς. = ἐστί, ὀρώρει = ἦν. - Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] [[κυρίως]] ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικ. καὶ λυρικ. ποιηταῖς· σπανίως εὑρίσκεται ἐν τοῖς τριμέτροις τῶν Τραγ., [[ὄρσω]] Σοφ. Ἀντ. 1060· ὦρσα Αἰσχύλ. Πέρσ. 496· ὄρνυμαι Σοφ. Ο. Κ. 1320· [[ὠρώρει]] [[αὐτόθι]] 1622, Αἰσχύλ. Ἀγ. 653· πιθαν. [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Κωμικ. ἢ ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ.
|lstext='''ὄρνῡμι''': ἢ -ύω, ποιητ. ῥῆμ., οὗ ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ α΄ ἑνικ. [[ὄρνυμι]], προστ. ὄρνῠθι, ὄρνῠτε, καὶ ἐκ τοῦ τύπου ὀρνύω, γ΄ ἑνικ. καὶ πληθ. παρατ. [[ὤρνυεν]], -υον, Ὀδ. Φ. 100, Ἰλ. Μ. 142: - μέλλ. [[ὄρσω]] Δ. 16, Πίνδ., Σοφ.: - ἀόρ. ὦρσα Ὅμ., Ἡσ., Τραγ., Ἰων. γ΄ ἑνικ. ὄρσασκε Ἰλ. Ρ. 423: - ἀόρ. β΄ μετ’ ἀναδιπλ. [[ὤρορε]], Ἰλ. Β. 146, Ὀδ. Δ. 712, κτλ., (ἀλλὰ τὸ [[ὤρορε]] κεῖται ἀντὶ τοῦ ὄρωρε, Ἰλ. Ν. 78, Ὀδ. Θ. 539): - Μέσ. ὄρνῠμαι, ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ὄρνυται: προστ. ὄρνυσθε: μετοχ. ὀρνύμενος: παρατ. ὠρνύμην, οὗ εὑρίσκεται παρ’ Ὅμ. τὸ γ΄ ἑνικ. καὶ πληθυντ. πρόσ. ὤρνῠτο, ὤρνυντο: - μέλλ. ὀροῦμαι, γ΄ ἑνικ. ὀρεῖται Ἰλ. Υ. 140: - ἀόρ. β΄ ὠρόμην, γ΄ ἑνικ. [[ὤρετο]] Μ. 279, Ξ. 397, καὶ συχνότατα ἐν τῷ συνῃρ. τύπῳ ὦρτο· γ΄ πληθ. [[ἄνευ]] αὐξήσ. ὄροντο Ὀδ. Γ. 471· [[ὀρέοντο]] Ἰλ. Β. 398., Ψ. 212 (ἐξ οὗ ἐσχηματίσθη ἐνεστὼς ἢ μέλλ. ὀρεῖται ὑπό τινος μεταγεν. ποιητοῦ παρὰ Παυσ. Ι. 38, 4): προστ. [[ὄρσο]] ἢ ὄρσιο, Ὅμ., Ἰωνικ. συνῃρ. ὄρσευ Ἰλ.: ὑποτ. ὄρηται Ὀδ.: ἀπαρ. [[ὄρθαι]] (οὐχὶ ὦρθαι) συνῃρ. ἀντὶ τοῦ ὀρέσθαι, Ἰλ. Θ. 474: μετοχ. ὀρόμενος Αἰσχύλ. Θήβ. 88, 115· [[ὄρμενος]], Ἰλ. καὶ ἐν Λυρικ. χωρίοις τῶν Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1408 (πρβλ. 429), Ἱκ. 422, Σοφ. Ο. Τ. 177· - εἰς τὸν μέσ. τύπον ἀνήκει [[ὡσαύτως]] ὁ πρκμ. [[ὄρωρα]], ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. ὄρωρε (ἴδε ἀνωτέρω), ὑποτ. ὀρώρῃ· καὶ ὑπερσ. ὀρώρει, [[ὡσαύτως]] [[ὠρώρει]] Ἰλ. Σ. 498, Αἰσχύλ. Ἀγ. 653, Σοφ. Ο. Κ. 1622 (πρβλ. [[ὄρομαι]])· - [[ὡσαύτως]] εὑρίσκομεν παθ. τύπον ὀρώρεται= ὄρωρε, Ὀδ. Τ. 377: ὑποτ. ὀρώρηται Ἰλ. Ν. 271· - οἱ χρόνοι σχηματίζονται κατὰ πολὺ ὁμοίως πρὸς τοὺς τοῦ *ἄρω, ἴδε ἐν λ. [[ἀραρίσκω]]. (Ἐκ τῆς √ΟΡ παράγονται [[ὡσαύτως]] τὰ ὀρούω, ὀρίνω, ὀροθύνω, καὶ πιθ. [[ὡσαύτως]] οὖρον, δίσκουρα· Σανσκρ. ar, ri-nomi (μέσ. ἀόρ. ârta= ὦρτο)· Λατ. or-ior, or-tus, or-i-o). Ῥιζικὴ [[σημασία]], κινῶ, [[διεγείρω]], σηκώνω, ἰδίως, 1) ἐπὶ σωματικῆς κινήσεως, [[παροτρύνω]] τινὰ εἴς τι, παρορμῶ, τινὰ ἐπί τινα Ἰλ. Ε. 629., Μ. 293· οἱ ἐπ’ αἰετὸν [[ὦρσε]], ἀπέλυσεν ἐπ’ αὐτὸν τόν, Ἡσ. Θ. 523· τινὰ [[ἀντία]] τινὸς Ἰλ. Υ. 79· τινά τινι Ρ. 72· σπανίως, τινα εἰς ἄταν Πινδ. Π. 2. 54, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1150· - μετ’ ἀπαρ., [[Ζεὺς]] [[ὦρσε]] μάχεσθαι, διήγειρε, παρώτρυνε νὰ πολεμήσῃ, Ἰλ. Ν. 794, κτλ.· τὴν ... ῥέξαι θεὸς ὤρορεν [[ἔργον]] Ὀδ. Ψ. 222· οὕτω, [[τόλμα]] μοι γλῶσσαν ὀρνύει λέγειν Πινδ. Ο. 13. 15, πρβλ. Π. 4. 302, Σοφ. Ἀντ. 1060· - Μέσ., [[μετὰ]] τοῦ πρκμ. ὄρωμα, κινοῦμαι, [[εἰσόκε]] μοι φίλα γούνατ’ ὀρώρῃ, ἐφ’ ὄσον τὰ [[μέλη]] μου ἔχωσι δύναμιν νὰ κινῶνται, Ἰλ. Ι. 610, Ὀδ. Σ. 133, κτλ.· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ προστ. ὄρσεο, ἐγείρου, «σήκω», ἐμπρός! ὡς τὸ ἄγε καὶ ἴθι ἐπὶ παρακελεύσεως, Ἰλ. Γ. 250, κλ.· [[ὄρσο]] Ε. 109., Ω. 88· ἀλλ’ ὄρσευ [[πόλεμόνδε]] Δ. 264, Τ. 139· - ἐπὶ ἐχθρικῆς ἐννοίας, ὁρμῶ, ἐφορμῶ, μανιωδῶς ὁρμῶ, ὦρτο δ’ ἐπ’ αὐτοὺς [Ἕκτωρ] Ἰλ. Ε. 590, πρβλ. Λ. 343., Φ. 248· ὤρνυτο χαλκῷ Τυδείδης Ε. 17, κλ.· ὄρνυται λαὸς Αἰσχύλ. Θήβ. 90, πρβλ. 419, Σοφ. Ο. Κ. 1320. 2) [[ἐγείρω]], ἀπ’ Ὠκεανοῦ ... Ἠριγένειαν ὦρσεν Ὀδ. Ψ. 348, πρβλ. Η. 169. [[ἐξεγείρω]] ἐξ ὕπνου, «σηκώνω», ὦρσεν ... Ἱπποκόωντα Ἰλ. Κ. 518· ἐπὶ ζῴων, [[διεγείρω]], [[ἐξεγείρω]], ὦρσαν δὲ Νύμφαι .. αἶγας ὀρεσκῴους Ὀδ. Ι. 154· ὡς δ’ ὅτε νεβρὸν [[ὄρεσφι]] [[κύων]] ... [[ὄρσας]] ἐξ εὐνῆς Ἰλ. Χ. 190 - Μέσ., ἐγείρομαι, ἐξεγείρομαι, [[μάλιστα]] ἐκ τῆς κλίνης, Ἠὼς ἐκ λεχέων ... ὤρνυτο Ἰλ. Λ. 2· ὤρνυτ’ ἄρ’ ἐξ εὐνῆφιν Ὀδ. Β. 2, κτλ.· ἀπὸ θρόνου ὦρτο φαεινοῦ Ἰλ. Λ. 645· ἀπὸ χθονὸς ὤρνυτο, ἐσηκώνετο ἐκ ..., Ε. 13 - ἀπολ., ὀρνυμένοιο ἄνακτος Ἡσ. Θ. 843· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. πρκμ., [[ὤρορε]] [[θεῖος]] ἀοιδὸς Ὀδ. Θ. 539, κτλ.· ἴδε ἐν λέξ. [[ὄρομαι]]· - [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐγείρομαι [[ὅπως]] πράξω τι, ἑτοιμάζομαι [[πρός]] τι, οἱ δ’ εὕδειν ὤρνυντο, παρεσκευάζοντο [[ὅπως]] κοιμηθῶσι, Ὀδ. Β. 397 (οὕτω [[μετὰ]] μετοχ., [[ὄρσο]] κέων, «διεγέρθητι κοιμηθησόμενος», σήκω νὰ κοιμηθῆς, (Σχόλ.), Η. 342)· ὦρτο ... [[ἴμεν]] Η. 14, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 40· ὦρτο πέτεσθαι Ἰλ. Ν. 62, κτλ.· [[ὤρετο]] … [[Ζεὺς]] νιφέμεν, ἤρχισε νά..., Μ. 279. 3) [[συχνάκις]] ἦν ἐν χρήσει ὡς ἐπὶ προσώπων, οὕτω καὶ ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐπιφέρω]], [[ἐγείρω]], Λατ. ciere, ἐπὶ τρικυμιῶν καὶ τῶν τοιούτων., τὰ ὁποῖα οἱ θεοὶ προκαλοῦσιν, ἄνεμον, ἀνέμων [[ἀϋτμήν]], ἀήτας, θύελλαν, κύματα, νοῦσον, Ὅμ.· θεὸς χειμῶν’ ἄωρον [[ὦρσε]] Αἰσχύλ. Πέρσ. 496· - καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἐγείρομαι, Λατ. orior, Εὖρός τε Νότος τε, [[καῦμα]], νύξ, [[φλόξ]], [[χεῖμα]], [[κῦμα]] Ὅμ. πῦρ ὄρμενον, «ὀρμώμενον, διεγειρόμενον» (Σχολ.), Ἰλ. Ρ. 738, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 177. β) ἐπὶ ἀνθρωπίνων ἐνεργειῶν, παθῶν κτλ., ὄρσαι πόλεμον, ἔριν, μῶλον, κυδοιμόν, καὶ ἵμερον, [[γόον]], φόβον, [[μένος]], [[σθένος]], κλ., Ὅμ.· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὄρνυται [[κλέος]], [[μένος]], [[νόος]], [[νεῖκος]], [[πένθος]], [[στόνος]], κλ., ὁ αὐτ.· δοῦρα ὄρμενα [[πρόσσω]], δόρατα ὁρμῶντα πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἰλ. Λ. 572· ὀρνυμένων πολέμων Πινδ. Ο. 8. 45· [[ὡσαύτως]], ἀφρὸς ἀπὸ χροὸς ὤρνυτο, ἐξήρχετο ἀπὸ τοῦ δέρματος, Ἡσ. Θ. 191· - πρβλ. [[παλινόρμενος]], [[παλίνορσος]]. 4) ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. [[συχνάκις]] μεταχειρίζεται τὸ [[ὤρορε]] σχεδὸν ὡς. = ἐστί, ὀρώρει = ἦν. - Τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] [[κυρίως]] ἐν χρήσει παρ’ Ἐπικ. καὶ λυρικ. ποιηταῖς· σπανίως εὑρίσκεται ἐν τοῖς τριμέτροις τῶν Τραγ., [[ὄρσω]] Σοφ. Ἀντ. 1060· ὦρσα Αἰσχύλ. Πέρσ. 496· ὄρνυμαι Σοφ. Ο. Κ. 1320· [[ὠρώρει]] [[αὐτόθι]] 1622, Αἰσχύλ. Ἀγ. 653· πιθαν. [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Κωμικ. ἢ ἐν τῷ δοκίμῳ πεζῷ λόγῳ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> [[ὤρνυν]], <i>f.</i> [[ὄρσω]], <i>ao.</i> ὦρσα, <i>ao.2</i> ὤρορον, <i>pf. intr.</i> [[ὄρωρα]];<br />faire se lever : ἠριγένειαν ἀπ’ Ὠκεανοῦ OD l’aurore du sein de l’Océan ; [[ἐξ]] εὐνῆς IL faire lever, chasser du gîte ; κύματα IL soulever les flots ; τινα [[ἐπί]] τινι, τινα [[ἀντία]] τινός IL exciter une personne contre une autre ; avec un inf. : μάχεσθαι IL pousser à combattre ; τινα ῥέξαι [[τι]] OD exciter qqn à faire qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> ὄρνυμαι (<i>impf.</i> ὠρνύμην, <i>f.</i> ὀροῦμαι, <i>ao.2</i> [[ὠρόμην]], <i>pf.</i> [[ὄρωρα]]);<br /><b>1</b> se lever : εὔδειν OD pour aller dormir ; <i>en parl. de choses</i> [[πῦρ]] ὄρμενον IL feu qui s’est élevé, qui a pris naissance ; [[κῦμα]] ὀρνύμενον ESCHL flot soulevé ; <i>fig.</i> [[βοή]] [[ὀρώρει]] SOPH un cri s’élevait ; κακὰ [[ὀρώρει]] ESCHL des maux s’étaient élevés, étaient survenus;<br /><b>2</b> s’élancer [[ἐπί]] τινα, contre qqn : [[δοῦρα]] ὄρμενα [[πρόσσω]] IL javelines lancées en avant ; <i>simpl.</i> se mettre en mouvement <i>ou</i> en marche ; avec un inf. : [[ὦρτο]] πόλιν δ’ [[ἴμεν]] OD il se leva pour aller vers la ville ; πέτεσθαι IL s’élancer pour s’envoler ; avec un part. : [[ὄρσο]] κέων OD lève-toi pour aller te coucher ; [[εἰς]] ὅ [[κε]] μοι γούνατ’ [[ὀρώρῃ]] IL, OD tant que mes membres pourront se mouvoir.<br />'''Étymologie:''' R. Ὀρ, s’élever ; cf. <i>lat.</i> orior.
}}
}}