παιδευτικός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_11)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παιδευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παίδευσιν, [[δύναμις]] Τίμ. Λοκρ. 103Ε˙ - ἡ παιδευτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐκπαιδεύειν, Πλάτ. Σοφιστ. 231Β˙ οὕτω, τὸ παιδευτικὸν Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. Ἐπιρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 447˙ ὑπερθ., -ώτατα Φίλων 1. 319.
|lstext='''παιδευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παίδευσιν, [[δύναμις]] Τίμ. Λοκρ. 103Ε˙ - ἡ παιδευτικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ἐκπαιδεύειν, Πλάτ. Σοφιστ. 231Β˙ οὕτω, τὸ παιδευτικὸν Πλουτ. Λυκοῦργ. 4. Ἐπιρρ. -κῶς, Κλήμ. Ἀλ. 447˙ ὑπερθ., -ώτατα Φίλων 1. 319.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’instruction.<br />'''Étymologie:''' [[παιδεύω]].
}}
}}