παιπάλη: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παιπάλη''': [ᾰ], ἡ, (κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ [[πάλη]], ἴδε [[πάλλω]] (ἐν τέλ.) τὸ λεπτότατον [[ἄλευρον]], ἡ [[ἄχνη]], Λατ. pollen, flos farinae (Διοσκ. 3. 41, Γαλην., πρβλ. [[πασπάλη]]), Ἀριστοφ. Νεφ. 262· καὶ μεταφορ., [[παιπάλη]] λέγειν, ἐπὶ ἀνθρώπου λαλοῦντος περὶ λεπτῶν πραγμάτων, [[αὐτόθι]] 260, πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ [[πασπάλη]]. - Καθ’ Ἡσύχ: «[[παιπάλη]]· [[ἄλευρον]] λεπτόν, τὸ ἀπὸ κριθῆς, ἢ κέγχρου, ἢ τὸ [[τυχόν]]», πρβλ. Σουΐδ. κ. Φώτιον ἐν λ.
|lstext='''παιπάλη''': [ᾰ], ἡ, (κατ’ ἀναδιπλασ. ἐκ τοῦ [[πάλη]], ἴδε [[πάλλω]] (ἐν τέλ.) τὸ λεπτότατον [[ἄλευρον]], ἡ [[ἄχνη]], Λατ. pollen, flos farinae (Διοσκ. 3. 41, Γαλην., πρβλ. [[πασπάλη]]), Ἀριστοφ. Νεφ. 262· καὶ μεταφορ., [[παιπάλη]] λέγειν, ἐπὶ ἀνθρώπου λαλοῦντος περὶ λεπτῶν πραγμάτων, [[αὐτόθι]] 260, πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ [[πασπάλη]]. - Καθ’ Ἡσύχ: «[[παιπάλη]]· [[ἄλευρον]] λεπτόν, τὸ ἀπὸ κριθῆς, ἢ κέγχρου, ἢ τὸ [[τυχόν]]», πρβλ. Σουΐδ. κ. Φώτιον ἐν λ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> fleur de farine ; poussière très menue;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> homme très fin, insaisissable : [[παιπάλη]] λέγειν AR être une fine langue.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ agiter, secouer ; saupoudrer.
}}
}}