3,274,919
edits
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> fleur de farine ; poussière très menue;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> homme très fin, insaisissable : [[παιπάλη]] λέγειν AR être une fine langue.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ agiter, secouer ; saupoudrer. | |btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> fleur de farine ; poussière très menue;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> homme très fin, insaisissable : [[παιπάλη]] λέγειν AR être une fine langue.<br />'''Étymologie:''' R. Παλ agiter, secouer ; saupoudrer. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[παιπάλη]])<br /><b>1.</b> πολύ ψιλό [[αλεύρι]]<br /><b>2.</b> λεπτότατη [[σκόνη]], [[άχνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «λέγειν γενήσει [[τρίμμα]], [[κρόταλον]], [[παιπάλη]]» (στον <b>Αριστοφ.</b>) (με μτφ. σημ.) [[άνθρωπος]] που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η λ. [[παιπάλη]] με σημ. «λεπτότατο [[αλεύρι]], [[άχνη]]» αντιστοιχεί [[κατά]] μία [[άποψη]] με το ρ. [[παιπάλλω]] «[[σείω]], [[τινάσσω]]» (<b>πρβλ.</b> [[πάλη]] [ΙΙ]: [[πάλλω]]). Η λ. [[επίσης]] με την μτφ. της σημ. «[[τρίμμα]], [[σόφισμα]]» (<b>πρβλ.</b> [[παιπάλημα]]) χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει άνθρωπο πανούργο, λεπτολόγο, σοφιστή και μ' αυτήν τη σημ. έχει περάσει και στα παράγωγα [[παιπάλιμος]], [[παιπαλώ]], [[παιπαλώδης]]. Προβλήματα [[ωστόσο]] γεννά τόσο η σημασιολογική όσο και η ετυμολογική [[σχέση]] της λ. [[παιπάλη]] με το ομηρ. επίθ. [[παιπαλόεις]] (<b>πρβλ.</b> [[δυσπαίπαλος]], [[παίπαλον]]) που οι αρχ. λεξικογράφοι απέδωσαν ως «[[ανώμαλος]], [[τραχύς]], [[βραχώδης]]». Με [[βάση]] τη σημ. αυτή, έχουν προταθεί διάφορες απόψεις για την ετυμολόγηση του επιθ., περισσότερο ή λιγότερο αυθαίρετες, που διαχωρίζουν το επίθ. [[παιπαλόεις]] από το ουσ. [[παιπάλη]]. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές, το επίθ. [[παιπαλόεις]] ανάγεται σε αμάρτυρο τ. [[παίπαλος]] με σημ. «[[πτυχή]]», που προϋποθέτει [[ρίζα]] <i>pele</i>- «[[γυρίζω]]», η οποία μπορεί να συνδεθεί με τη [[ρίζα]] τών επιθ. [[διπλόος]] / [[διπλός]], [[απλός]] κ.λπ. Κατ' άλλους ο [[αμάρτυρος]] τ. [[παίπαλος]] έχει τη σημ. «[[οξύς]], [[μυτερός]], σχισμώδης» και συνδέεται με το ρ. [[πάλλω]], ενώ κατ' άλλους η σημ. του τ. «[[σχισμή]], [[πτυχή]]» προέρχεται από τη σύνδεσή του με το ρ. [[παιπάλλω]] «[[σείω]]» και προϋποθέτει την [[έννοια]] του σεισμού. Από το [[άλλο]] [[μέρος]], όμως, η [[υπόθεση]] ότι αρχική σημ. του επιθ. [[παιπαλόεις]] [[είναι]] «σκονισμένος» (για δρόμους και μονοπάτια) επιτρέπει τη σημασιολογική και ετυμολογική σύνδεσή του με τη λ. [[παιπάλη]]. Το [[γεγονός]], [[πάντως]], ότι το επίθ. [[παιπαλόεις]] χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά στην [[ποίηση]] και [[μάλιστα]] στην Ομηρική δικαιολογεί ίσως τη σημασιολογική [[παρέκκλιση]] που παρουσιάζει]. | |||
}} | }} |